ανατομικός

ανατομικός
η , ό[ν] 1. анатомический;
2. (ο ) анатом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανατομικός" в других словарях:

  • ἀνατομικός — relating to anatomy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανατομικός — ή, ό, θηλ. και ός (Α ἀνατομικός, όν) [ανατομή] εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην ανατομία νεοελλ. 1. (για πράγμ.) κατασκευασμένος κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες υγιεινής τού οργανισμού («ανατομικά υποδήματα») 2. το θηλ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • ανατομικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην ανατομία: Μερικά ανατομικά χαρακτηριστικά είναι κοινά στον άνθρωπο και στα λεγόμενα ανθρωποειδή. 2. το αρσ. ως ουσ., ο ανατομικός αυτός που ειδικά ασχολείται με την ανατομία, ο ανατόμος. 3. το θηλ., η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνατομικά — ἀνατομικός relating to anatomy neut nom/voc/acc pl ἀνατομικά̱ , ἀνατομικός relating to anatomy fem nom/voc/acc dual ἀνατομικά̱ , ἀνατομικός relating to anatomy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικωτάτων — ἀνατομικός relating to anatomy fem gen superl pl ἀνατομικός relating to anatomy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικῶν — ἀνατομικός relating to anatomy fem gen pl ἀνατομικός relating to anatomy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικόν — ἀνατομικός relating to anatomy masc acc sg ἀνατομικός relating to anatomy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

  • ἀνατομικαῖς — ἀνατομικός relating to anatomy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικαί — ἀνατομικός relating to anatomy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικοῖς — ἀνατομικός relating to anatomy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»